- ἐπαναίρεσις
- ἐπαναίρεσιςslaughterfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επαναίρεσις — ἐπαναίρεσις, η (Α) 1. καταστροφή, όλεθρος 2. φόνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αν αίρεσις (< αναιρώ «καταστρέφω»] … Dictionary of Greek
ἐπαναιρέσει — ἐπαναίρεσις slaughter fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἐπαναιρέσεϊ , ἐπαναίρεσις slaughter fem dat sg (epic) ἐπαναίρεσις slaughter fem dat sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαναίρεσιν — ἐπαναίρεσις slaughter fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)